- σύλησαν
- σύ̱λησαν , συλάωstrip offimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)σύ̱λησαν , συλάωstrip offaor ind act 3rd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
окрасти — ОКРА|СТИ (19), ДОУ, ДЕТЬ. гл. 1.Обокрасть, ограбить: никогоже не оклеветаите. никогоже не окрадѣте. никомꙊже не лъжѣте. (μηδένα κλέψετε) Изб 1076, 250; посажю ѹ вратъ слѣпца и хромца. да аще кто ѿ врагъ моихъ хощеть ѡкрастi виногра(д) мои. слѣпць … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… … Dictionary of Greek
Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… … Dictionary of Greek
συλώ — σύλησα, συλήθηκα, συλημένος, κλέβω κυρίως ιερά πράγματα: Οι Τούρκοι σύλησαν εκκλησίες στην Κύπρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)